- ὀμφακοράξ
- ὀμφᾰκο-ράξ, ᾶγος, ὁ, ἡ, ([etym.] ῥάξ)A with sour grapes,
βότρυες AP9.561
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βότρυες AP9.561
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομφακοράξ — ὀμφακοράξ, ᾱγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άγουρες ακόμη ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + ῥάξ, γός «ρώγα»] … Dictionary of Greek